- καπατσοσύνη
- η [καπάτσος]η επιτηδειότητα, η δεξιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπατσοσύνη — η επιτηδειότητα, επιδεξιότητα: Η δουλειά αυτή χρειάζεται μεγάλη καπατσοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
επιτηδειότητα — η (AM ἐπιτηδειότης, Μ και ἐπιτηδειότητα) [επιτήδειος] ικανότητα, επιδεξιότητα, χρησιμότητα («είς δύναμιν εἴη πλήθει καὶ ἐπιτηδειότητι πρὸς ἑκάστας τὰς τῶν ἔργων παραβοηθείας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. καταλληλότητα, αρμοδιότητα 2. εξυπνάδα, καπατσοσύνη… … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
μαστοριά — η (Μ μαστοριά και μαστορία και μαστοργά) [μάστορας] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστορεύω, μαστόρεμα, επιδιόρθωση, επισκευή («τί μαστοριές έκανες πάλι στην κουζίνα») 2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιμέλεια, επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα,… … Dictionary of Greek
αξιοσύνη — η ικανότητα, καπατσοσύνη, το να είναι κανείς άξιος: Η μητέρα της θαύμαζε την αξιοσύνη της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιδεξιότητα — η επιτηδειότητα, τέχνη, μαστοριά, καπατσοσύνη, επιδεξιοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιτηδειότητα — η 1. καταλληλότητα, αρμοδιότητα. 2. ικανότητα, επιδεξιότητα, καπατσοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)